- ικετήριος
- -α, -ον (ΑΜ ἱκετήριος, -ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, -ία, -ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη)ικετευτικός*αρχ.1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοιοι ικέτες2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρίαα) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα χέρια του και τό κατέθετε στον βωμό ή στην εστία όπου κατέφευγεβ) ικεσία, παράκληση3. φρ. «ἱκετηρίαν τίθημι» — ικετεύω, προσέρχομαι ως ικέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -τηριος (πρβλ. νικη-τήριος, ψυκ-τήριος). Η λ. ἱκετήριος αντικατέστησε το επίθ. ἱκτήριος (< ἱκτήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.